φιλοτεχνως

φιλοτεχνως
    φιλοτέχνως
    φιλο-τέχνως
    с большим искусством, искусно Plut., Diod.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φιλοτεχνως" в других словарях:

  • φιλοτέχνως — ΝΜΑ, και φιλότεχνα Ν επίρρ. βλ. φιλότεχνος …   Dictionary of Greek

  • φιλοτέχνως — φιλότεχνος fond of adverbial φιλότεχνος fond of masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμφιλοτεχνώ — ἐμφιλοτεχνῶ, ( έω) (Α) καταγίνομαι, ασχολούμαι φιλοτέχνως με κάτι …   Dictionary of Greek

  • πολυδάπανος — η, ο / πολυδάπανος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, που προξενεί μεγάλη δαπάνη (α. «πολυδάπανη επιχείρηση» β. «ὥστε οὔτε ἔρημός ποτε ἡ τράπεζα βρωτῶν γίγνεται... οὔτε πολυδάπανος», Ξεν.) 2. (για πρόσ.) σπάταλος, πολυέξοδος. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • φιλότεχνος — η, ο / φιλότεχνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αγαπά την τέχνη και, ιδίως, τις καλές τέχνες (α. «πολλοί φιλότεχνοι επισκέφθηκαν την έκθεση ζωγραφικής» β. «οἱ κύκλοι τῶν φιλοτέχνων», Πλούτ.) 2. αυτός που κατασκευάζει ή επεξεργάζεται κάτι με επιμέλεια και …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»